Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ὑπάρχοντα

См. также в других словарях:

  • υπάρχοντα — τα η περιουσία, τα κτήματα, τα αγαθά, το βιος κάποιου: Πούλησε τα υπάρχοντά του και έγινε καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπάρχοντα — τα, ΝΑ βλ. υπάρχω …   Dictionary of Greek

  • ὑπάρχοντα — ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάρχω begin pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρχονθ' — ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act masc acc sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres part act masc/neut dat sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπά̱ρχοντο , ὑπάρχω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάρχοντ' — ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπάρχοντα , ὑπάρχω begin pres part act masc acc sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres part act masc/neut dat sg ὑπάρχοντι , ὑπάρχω begin pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπά̱ρχοντο , ὑπάρχω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …   Dictionary of Greek

  • αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… …   Dictionary of Greek

  • ενόν — το (AM ἐνόν) (ουδ. μτχ. τού ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.) 1. δυνατόν («κατά το ενόν») 2. στον πληθ. τα ενόντα τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» απ όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα) αρχ. τὰ ἐνόντα 1. φορτίο ή… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • ONERIS Excussio — Graece Σεισάχθεια, blande dicta est lex Solonis, quâ, plebi Atticae aere alienô a divitibus oppressae consulturus, iussit τὰ ὑπάρχοντα τῶ χρεῶν ἀνεῖςθαι, aes alienum quod erat remitti, et novas tabulas fieri. Quod vero factum οὐκ ἀποκοπῇ χρεῶν,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAESENS — I. PRAESENS Consul cum Rufino, An. Urb. Cond. 905. Alius Consul cum Albino, An. 998. II. PRAESENS Latinis perquam eleganter dicitur, quimagnam vim habet pecuniae numeratae, Graece ἔυχαλκος: sed et παρὼν, in optimo Gloss. Praesens, ἐπιφανὴς καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»